„καλυτέρευση“: θηλυκό καλυτέρευση [kaliˈterefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Besserung Besserungθηλυκό | Femininum, weiblich f καλυτέρευση κ. καιρού, υγείας καλυτέρευση κ. καιρού, υγείας