„καλοχτισμένος“ καλοχτισμένος [kaloxtizˈmenos], καλοχτισμένη, καλοχτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gut gebaut gut gebaut καλοχτισμένος καλοχτισμένος