καλοβρασμένος
[kalovrazˈmenos], καλοβρασμένη, καλοβρασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- durchgekocht, gar (gekocht)καλοβρασμένοςκαλοβρασμένος