καθρέφτης
[kaˈθreftis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαθρέφτηςκαθρέφτης
exemples
- εσωτερικός καθρέφτηςRückspiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καθρέφτης χειρόςHandspiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m