καθιέρωση
[kaθiˈerosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Festlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθιέρωση ορισμόςκαθιέρωση ορισμός
- Einführungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθιέρωση νέας μεθόδουκαθιέρωση νέας μεθόδου
- Etablierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθιέρωση συγγραφέακαθιέρωση συγγραφέα