καθημερινότητα
[kaθimeriˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Alltagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαθημερινότηταAlltagslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαθημερινότητακαθημερινότητα