„καθετηριάζω“: μεταβατικό ρήμα καθετηριάζω [kaθetiriˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) eine Sonde einführen in eine Sonde einführen in+αιτιατική | +Akkusativ +akk καθετηριάζω καθετηριάζω