καθαρίζω
[kaθaˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- καθαρίζω
- schälenκαθαρίζω πατάτες, μήλακαθαρίζω πατάτες, μήλα
- enthäutenκαθαρίζω ψάριακαθαρίζω ψάρια
- kaltmachen, beseitigen, tötenκαθαρίζω σκοτώνω οικείο | umgangssprachlichοικκαθαρίζω σκοτώνω οικείο | umgangssprachlichοικ
- καθαρίζω τρώω τα πάντα οικείο | umgangssprachlichοικ
- begleichenκαθαρίζω λογαριασμούς μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαθαρίζω λογαριασμούς μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
καθαρίζω
[kaθaˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich aufklärenκαθαρίζω καιρόςκαθαρίζω καιρός