„καβαλιέρος“: αρσενικό καβαλιέρος [kavaˈʎeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Kavalier, Herr Kavalierαρσενικό | Maskulinum, männlich m καβαλιέρος ευγενικός άντρας καβαλιέρος ευγενικός άντρας Herrαρσενικό | Maskulinum, männlich m καβαλιέρος χορού καβαλιέρος χορού