καίω
[ˈkjeo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <καις; αόριστος | Aoristaor; έκαψα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verbrennen, abbrennenκαίωκαίω
- καίω βάζω φωτιά
- brennenκαίω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υκαίω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
καίω
[ˈkjeo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <καις; αόριστος | Aoristaor; έκαψα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)