„κάννουλα“: θηλυκό κάννουλα [ˈkanula]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zapfen, Hahn, Kanüle Zapfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάννουλα βαρελιού Hahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάννουλα βαρελιού κάννουλα βαρελιού Kanüleθηλυκό | Femininum, weiblich f κάννουλα ιατρική | Medizinιατρ κάννουλα ιατρική | Medizinιατρ