„κάννη“: θηλυκό κάννη [ˈkani]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Lauf (Gewehr-)Laufαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάννη όπλου κάννη όπλου