„κάνναβη“: θηλυκό κάνναβη [ˈkanavi]θηλυκό | Femininum, weiblich f, καννάβι [kaˈnavi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hanf Hanfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάνναβη κάνναβη