„κάλεσμα“: ουδέτερο κάλεσμα [ˈkalezma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Rufen, Ruf, Einladung Rufenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κάλεσμα Rufαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάλεσμα κάλεσμα Einladungθηλυκό | Femininum, weiblich f κάλεσμα πρόσκληση κάλεσμα πρόσκληση