κάθοδος
[ˈkaθoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Absteigenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκάθοδοςAbstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάθοδοςκάθοδος
- Ausstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάθοδος από όχημακάθοδος από όχημα
- Kathodeθηλυκό | Femininum, weiblich fκάθοδος ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρκάθοδος ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Abfahrtslaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάθοδος αθλητισμός | SportαθλTalfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fκάθοδος αθλητισμός | Sportαθλκάθοδος αθλητισμός | Sportαθλ
exemples
- κάθοδος της οικονομίαςKonjunkturrückgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m