„ισοφάριση“: θηλυκό ισοφάριση [isoˈfarisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausgleich Ausgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m ισοφάριση αθλητισμός | Sportαθλ ισοφάριση αθλητισμός | Sportαθλ