ισοπεδώνω
[isopeˈðono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- dem Erdboden gleichmachenισοπεδώνωισοπεδώνω
- ισοπεδώνω έδαφος
- nivellieren, ausgleichenισοπεδώνω διαφορές μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφισοπεδώνω διαφορές μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ