ιπποτικός
[ipotiˈkos], ιπποτική, ιπποτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ritter-ιπποτικός ιστορία | Geschichteιστιπποτικός ιστορία | Geschichteιστ
- ritterlich, galantιπποτικός ευγενικόςιπποτικός ευγενικός