ικανότητα
[ikaˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Fähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f (να zu)ικανότηταικανότητα
- Befähigungθηλυκό | Femininum, weiblich fικανότητα πληθυντικός | Plural pl προσόνταικανότητα πληθυντικός | Plural pl προσόντα
- Potenzθηλυκό | Femininum, weiblich fικανότητα σεξουαλικήικανότητα σεξουαλική
- Tauglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fικανότητα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατικανότητα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
exemples
- ικανότητα αντίδρασηςReaktionsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ικανότητα αντίληψηςAuffassungsgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fBegriffsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ικανότητα αποδοχής κριτικήςKritikfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples