„ιδιωτεία“: θηλυκό ιδιωτεία [iðioˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Idiotie Idiotieθηλυκό | Femininum, weiblich f ιδιωτεία ιατρική | Medizinιατρ ιδιωτεία ιατρική | Medizinιατρ