ιαματικός
[iamatiˈkos], ιαματική, ιαματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- heilend, Heil-ιαματικόςιαματικός
exemples
- ιαματικά λουτράπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplThermalquelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ιαματικό λουτρόουδέτερο | Neutrum, sächlich nHeilbadουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples