θορυβώδης
[θoriˈvoðis], θορυβώδης, θορυβώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geräuschvollθορυβώδης γεμάτος θόρυβοθορυβώδης γεμάτος θόρυβο
- θορυβώδης που προκαλεί θόρυβο