θνησιμότητα
[θnisiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sterblichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fθνησιμότηταθνησιμότητα
- Sterberateθηλυκό | Femininum, weiblich fθνησιμότητα δείκτης θανάτωνθνησιμότητα δείκτης θανάτων
exemples
- θνησιμότητα βρεφώνSäuglingssterblichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f