θλιβερός
[θliveˈros], θλιβερή, θλιβερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- betrüblich, bedrückend, traurigθλιβερός πράγμα, κατάστασηθλιβερός πράγμα, κατάσταση
- bedauernswertθλιβερός αξιοθρήνητοςθλιβερός αξιοθρήνητος
- jämmerlich, elendθλιβερός άθλιοςθλιβερός άθλιος
- traurigθλιβερός μουσικήθλιβερός μουσική