„θλίβω“: μεταβατικό ρήμα θλίβω [ˈθlivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -εδλίβην; -μμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bedrücken, betrüben, schmerzen bedrücken, betrüben θλίβω προκαλώ θλίψη θλίβω προκαλώ θλίψη schmerzen θλίβω προκαλώ οδύνη θλίβω προκαλώ οδύνη