„θηλάζω“: μεταβατικό ρήμα θηλάζω [θiˈlazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) stillen, saugen stillen θηλάζω βυζαίνω θηλάζω βυζαίνω saugen θηλάζω ζώο θηλάζω ζώο „θηλάζω“: αμετάβατο ρήμα θηλάζω [θiˈlazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) saugen saugen θηλάζω ρουφώ θηλάζω ρουφώ