„θεώρημα“: ουδέτερο θεώρημα [θeˈorima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Theorem, Lehrsatz Theoremουδέτερο | Neutrum, sächlich n θεώρημα Lehrsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m θεώρημα θεώρημα