θερμοκήπιο
[θermoˈkjipio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Treibhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nθερμοκήπιοGewächshausουδέτερο | Neutrum, sächlich nθερμοκήπιοθερμοκήπιο
exemples
- φαινόμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n του θερμοκηπίουTreibhauseffektαρσενικό | Maskulinum, männlich m