„θερμοκέφαλος“: αρσενικό θερμοκέφαλος [θermoˈkjefalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Heißsporn Heißspornαρσενικό | Maskulinum, männlich m θερμοκέφαλος θερμοκέφαλος