„θερισμός“: αρσενικό θερισμός [θerizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ernte Ernte(zeit)θηλυκό | Femininum, weiblich f θερισμός θερισμός