„θήραμα“: ουδέτερο θήραμα [ˈθirama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Wild, Jagdbeute Wildουδέτερο | Neutrum, sächlich n θήραμα ζώο που προσφέρεται για κυνήγι θήραμα ζώο που προσφέρεται για κυνήγι Jagdbeuteθηλυκό | Femininum, weiblich f θήραμα ζώο που θηρεύτηκε θήραμα ζώο που θηρεύτηκε