θέρμανση
[ˈθermansi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erwärmungθηλυκό | Femininum, weiblich fθέρμανση αύξηση της θερμότηταςθέρμανση αύξηση της θερμότητας
- Heizungθηλυκό | Femininum, weiblich fθέρμανση το όλο σύστημαθέρμανση το όλο σύστημα
exemples
- κεντρική θέρμανσηZentralheizungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θέρμανση καθίσματος αυτοκίνητο | AutoαυτοκSitzheizungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θέρμανση με σόμπαOfenheizungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples