„ηχογράφηση“: θηλυκό ηχογράφηση [ixoˈɣrafisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Aufzeichnung, Aufnahme (Ton-)Aufzeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich f ηχογράφηση μουσ (Ton-, Band-)Aufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f ηχογράφηση μουσ ηχογράφηση μουσ