„ημερησίως“: επίρρημα ημερησίως [imeriˈsios]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) täglich täglich ημερησίως ημερησίως exemples δυο φορές ημερησίως zweimal täglich δυο φορές ημερησίως