ηλιακός
[iliaˈkos], ηλιακή, ηλιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ηλιακή ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich fSonnenenergieθηλυκό | Femininum, weiblich fSolarstromαρσενικό | Maskulinum, männlich mSolarenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ηλιακή κηλίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f αστρονομία | AstronomieαστρονSonnenfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ηλιακό κύτταροουδέτερο | Neutrum, sächlich nSolarzelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples