„ζόρι“: ουδέτερο ζόρι [ˈzori]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schwierigkeit, Mühe, Gewalt Schwierigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ζόρι δυσκολία ζόρι δυσκολία Müheθηλυκό | Femininum, weiblich f ζόρι κόπος ζόρι κόπος Gewaltθηλυκό | Femininum, weiblich f ζόρι βία ζόρι βία exemples με το ζόρι mit Mühe und Not, mit Ach und Krach με το ζόρι με το ζόρι mit Gewalt με το ζόρι