„ζωγραφιά“: θηλυκό ζωγραφιά [zoɣraˈfja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bild, Gemälde, Zeichnung, Bild Bildουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωγραφιά εικόνα ζωγραφιά εικόνα Gemäldeουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωγραφιά πίνακας Bildουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωγραφιά πίνακας ζωγραφιά πίνακας Zeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich f ζωγραφιά σχέδιο ζωγραφιά σχέδιο