„ζουμ“: ουδέτερο ζουμ [zum]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zoom Zoomουδέτερο και αρσενικό | Neutrum und Maskulinum n/m ζουμ ζουμ exemples κάνω ζουμ zoomen κάνω ζουμ