ζεματίζω
[zemaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- brühenζεματίζω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρζεματίζω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
- blanchierenζεματίζω ελαφρώςζεματίζω ελαφρώς
- verbrühenζεματίζω προκαλώ έγκαυμαζεματίζω προκαλώ έγκαυμα