εφημερεύων
[efimeˈrevon], εφημερεύουσα, εφημερεύονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- εφημερεύουσα ιατρόςθηλυκό | Femininum, weiblich fBereitschaftsärztinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εφημερεύων ιατρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBereitschaftsarztαρσενικό | Maskulinum, männlich m