„ερώτημα“: θηλυκό ερώτημα [eˈrotima]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Frage Frageθηλυκό | Femininum, weiblich f ερώτημα ερώτημα exemples αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα das ist die große Frage αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα