ερευνώ
[erevˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- untersuchenερευνώ εξετάζωερευνώ εξετάζω
- forschen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk nach)ερευνώ ψάχνωερευνώ ψάχνω
- durchsuchenερευνώ δωμάτιο, συρτάριερευνώ δωμάτιο, συρτάρι
- forschen, erforschenερευνώ με επιστημονική μέθοδοερευνώ με επιστημονική μέθοδο
- nachforschenερευνώ αναζητώ τα αίτιαερευνώ αναζητώ τα αίτια