ερεθιστικός
[ereθistiˈkos], ερεθιστική, ερεθιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erregendερεθιστικόςερεθιστικός
- aufreizendερεθιστικός διεγερτικόςερεθιστικός διεγερτικός
exemples
- ερεθιστική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fReizmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n