„ερεθισμένος“ ερεθισμένος [ereθizˈmenos], ερεθισμένη, ερεθισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gereizt, erregt, aufgeregt, erregt, entzündet gereizt, erregt ερεθισμένος θυμωμένος ερεθισμένος θυμωμένος aufgeregt ερεθισμένος νευριασμένος ερεθισμένος νευριασμένος erregt ερεθισμένος σεξουαλικά ερεθισμένος σεξουαλικά entzündet ερεθισμένος ιατρική | Medizinιατρ ερεθισμένος ιατρική | Medizinιατρ