„ερείπιο“: ουδέτερο ερείπιο [eˈripio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ruine, Wrack Ruineθηλυκό | Femininum, weiblich f ερείπιο ερείπιο Wrackουδέτερο | Neutrum, sächlich n ερείπιο άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ερείπιο άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ exemples ερείπια Trümmerπληθυντικός | Plural pl ερείπια ερείπια οικείο | umgangssprachlichοικ Bruchbudeθηλυκό | Femininum, weiblich f ερείπια οικείο | umgangssprachlichοικ