„επουλώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα επουλώνομαι [epuˈlonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) heilen heilen επουλώνομαι επουλώνομαι