επιτροπή
[epitroˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ausschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιτροπήKommissionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιτροπήKomiteeουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιτροπήεπιτροπή
exemples
- επιτροπή ανταγωνισμούKartellamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- επιτροπή δεοντολογίαςEthikkommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Επιτροπήθηλυκό | Femininum, weiblich f δικαιωμάτων του ανθρώπουMenschenrechtskommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples