επιστήθιος
[epiˈstiθios], επιστήθια, επιστήθιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- επιστήθια φίληθηλυκό | Femininum, weiblich fBusenfreundinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιστήθιος φίλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBusenfreundαρσενικό | Maskulinum, männlich m