„επισκόπηση“: θηλυκό επισκόπηση [epiˈskopisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Überblick, Rückblick Überblickαρσενικό | Maskulinum, männlich m επισκόπηση επισκόπηση Rückblickαρσενικό | Maskulinum, männlich m επισκόπηση περασμένων επισκόπηση περασμένων