„επιπλωμένος“ επιπλωμένος [epiploˈmenos], επιπλωμένη, επιπλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) möbliert möbliert επιπλωμένος επιπλωμένος exemples ένα επιπλωμένο δωμάτιο ein möbliertes Zimmer ένα επιπλωμένο δωμάτιο